- κατάψευσις
- κατάψευσις, -εύσεως, ἡ (Α) [καταψεύδομαι]ψευδής αφήγηση, ψευδής έκθεση («βέλτιον δὲ αἰτιᾱσθαι μεταβολὴν ἢ ἄγνοιαν ἢ κατάψευσιν τῶν τόπων κατὰ τὸ μυθῶδες», Στράβ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάψευσιν — κατάψευσις false account fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταψεύσῃ — καταψεύσηι , κατάψευσις false account fem dat sg (epic) καταψάω stroke pres part act fem dat sg (epic ionic) καταψεύδομαι tell lies against aor subj mid 2nd sg καταψεύδομαι tell lies against aor subj act 3rd sg καταψεύδομαι tell lies against fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)